top of page

Από την Ιερά Εξέταση στο σωματίδιο του Θεού

Πτυχές της σχέσης του χριστιανισμού με τη μοντέρνα Φυσική

«Επειδή, όμως, η Αγία Έδρα με διέταξε να εγκαταλείψω τελείως την ψεύτικη ιδέα που διατείνεται ότι ο Ήλιος είναι ακίνητος και αποτελεί κέντρο και μου απαγόρευσε να πιστεύω, να υπερασπίζομαι ή να διδάσκω αυτήν την ψεύτικη θεωρία με οποιονδήποτε τρόπο, απαρνούμαι, αναθεματίζω και αποστρέφομαι όλες αυτές τις πλάνες και τις αιρέσεις και γενικά κάθε άλλη πλάνη και αίρεση που είναι αντίθετη στα λεγόμενα της Αγίας Εκκλησίας».

Galileo Galilei, 1633

«Πρώτα απ’ όλα, είμαι άθεος. Επομένως, μην το αποκαλείτε σωματίδιο του Θεού».

Peter Higgs, 2013


Από την εποχή που ο Galileo Galilei κλήθηκε ενώπιον του Ιεροδικείου στη Ρώμη, κατηγορούμενος για την υποστήριξη του ηλιοκεντρικού συστήματος, μέχρι τη θεμελίωση της Θεωρίας της Σχετικότητας και της Κβαντομηχανικής στον 20ο αιώνα, καθώς και την πειραματική επαλήθευση στο σήμερα της ύπαρξης του μποζονίου Higgs στον Μεγάλο Επιταχυντή Αδρονίων στο CERN της Ελβετίας, οι σχέσεις του χριστιανισμού με τη Φυσική, έχουν περάσει διάφορες φάσεις που ποικίλουν από την ανοιχτή σύγκρουση μέχρι την αγαστή συμπόρευση. Στις διακυμάνσεις αυτές ασφαλώς έπαιξε κεντρικό ρόλο η στάση που κράτησαν συγκεκριμένες επιφανείς προσωπικότητες του ενός και του άλλου χώρου. Σταχυολογώντας, ωστόσο, μερικά κομβικά επεισόδια της σχέσης αυτής που προκάλεσαν την ανάπτυξη κοσμολογικού και οντολογικού περιεχομένου αναζητήσεις και αντιπαραθέσεις, ίσως μπορέσουμε να ανιχνεύσουμε βαθύτερες αντιλήψεις που να ερμηνεύουν αυτές τις στάσεις.

CERN

Στο κέντρο ο Ήλιος, αλλά… στο Θεό τα ηνία!

Ας σταθούμε αρχικά, σε μερικά πρόσωπα και στιγμιότυπα της λεγόμενης επιστημονικής επανάστασης του 17ου αιώνα. Το 1600 ο Giordano Bruno στήνεται ζωντανός στην πυρά και γίνεται παρανάλωμα, κατόπιν διαταγής της Ιεράς Εξέτασης και αφότου ο Πάπας Κλήμης Η΄ τον είχε κηρύξει αιρετικό. Ο Bruno επηρεασμένος από προσωκρατικές αντιλήψεις, είχε υποστηρίξει με συνέπεια το ηλιοκεντρικό μοντέλο και την απειρότητα του Σύμπαντος, θέτοντας εν αμφιβόλω τις κοσμολογικές θέσεις που είχαν επιβληθεί από τη θεολογία κατά τη διάρκεια του Μεσαίωνα. Αυτό που έχει ιδιαίτερο ενδιαφέρον στην περίπτωση του Bruno δεν είναι τόσο η (συνηθισμένη άλλωστε τότε) σκληρότητα που επέδειξε η Καθολική Εκκλησία όσο το γεγονός ότι ο Bruno ουδέποτε αμφισβήτησε την ύπαρξη Θεού και τη δημιουργία του Σύμπαντος από Αυτόν. Μάλιστα, στη μονιστική του κοσμοθεωρία γίνεται σαφές ότι ο Θεός είναι η δύναμη εκείνη στην οποία ανάγεται η προέλευση, η συνοχή και η αρχική ενότητα του Σύμπαντος.

Έτσι, όταν βρέθηκε μπροστά στους ιεροεξεταστές αυτό που υποστήριξε ήταν ότι οι απόψεις του δεν είχαν θεολογικό χαρακτήρα ούτε ήταν ασυμβίβαστες με τη χριστιανική αντίληψη περί Θεού και συνεπώς, δεν έβρισκε κανένα λόγο να τις αποκηρύξει. Λίγα χρόνια αργότερα, ο Galileo Galilei θα βρεθεί σε παρόμοια θέση. Στρέφοντας το τηλεσκόπιο του στον ουρανό παρατήρησε τους δορυφόρους του Δία και τις φάσεις της Αφροδίτης, κάτι που συνετέλεσε στο να αποδεχθεί το αριστάρχειο-κοπερνίκειο σύστημα. Το 1632, λοιπόν, και ενώ Πάπας ήταν ο φίλος του Ουρβανός ο Η΄, εκθέτει λεπτομερώς αυτές τις επιστημονικές του θέσεις στο έργο «Διάλογος μεταξύ των δύο παγκοσμίων συστημάτων, πτολεμαϊκού και κοπερνίκειου», κάτι που τον έφερε σύντομα να απολογηθεί μπροστά στην Ιερά Εξέταση.

Τότε, επέλεξε να υποχωρήσει και να εγκαταλείψει την υπεράσπιση των απόψεών του, γεγονός που απέτρεψε μεν κάποιο φριχτό τέλος, αλλά δεν ήταν αρκετό για να αποφύγει τον κατ’ οίκον περιορισμό μέχρι το τέλος της ζωής του. Και σε αυτό το περιστατικό αξίζει να επισημανθεί ότι ο Galileo Galilei, ως πιστός που ήταν, δεν αμφισβήτησε την ύπαρξη Θεού. Πιο συγκεκριμένα, θεωρούσε ότι η αυθεντία της Βίβλου ισχύει μεν για ζητήματα ηθικής, αλλά ίσως, χρειάζεται μια πιο ακριβής ερμηνεία των χωρίων της εκείνων που αφορούν στη λειτουργία της φύσης. Με την εδραίωση της επιστημονικής επανάστασης κατά τη διάρκεια του 17ου αιώνα, η σχέση χριστιανισμού-Φυσικής, μέσα από την παρουσία μερικών ακόμα ογκόλιθων της σκέψης, εμπλουτίζεται. Ο Isaac Newton, αξιοποιώντας τις μελέτες του Galileo Galilei και του Johannes Kepler για το ηλιοκεντρικό μοντέλο, αναπτύσσει το νόμο της παγκόσμιας έλξης και γίνεται ο θεμελιωτής της ουράνιας μηχανικής.

Ο Newton, κληρονόμος μιας παράδοσης αλχημιστών και αστρολόγων από τη μία και αστρονόμων και φυσικών από την άλλη, και όντας θρήσκος ο ίδιος, πραγματοποιεί τομή σε επιστημονικό επίπεδο, ταυτόχρονα, όμως, παραμένει δέσμιος θεολογικών μεταφυσικών δογμάτων. Το (κατά Newton) αιτιοκρατικό, μη τοπικό Σύμπαν θεωρείται αντικειμενική πραγματικότητα, ο χρόνος (και ο χώρος) είναι απόλυτος και η ύλη αποτελείται από συμπαγή, σκληρά σωμάτια κατασπαρμένα σε έναν άπειρο ευκλείδειο χώρο. Τα σωμάτια του Newton βέβαια, δημιουργήθηκαν από το Θεό κατά την πρώτη στιγμή της Δημιουργίας, ο χώρος (ανεξάρτητος από την ύλη) είναι το αισθητήριο του Θεού και ο χρόνος και οι δυνάμεις που διαδίδονται με άπειρη ταχύτητα αντιστοιχούν στην πανταχού παρουσία του Θεού. Ο Newton, ως μεταφυσικός ρεαλιστής, θεμελιώνει το μηχανιστικό του Σύμπαν σε θεολογικές προκείμενες. Είναι γνωστό, άλλωστε, ότι για αρκετά χρόνια της ζωής του ασχολήθηκε συστηματικά με τη μελέτη της Αγίας Γραφής και ειδικά με τις προφητείες και την Αποκάλυψη του Ιωάννη. Θεωρούσε δε, ότι οι προφητείες θα μπορούσαν να κατανοηθούν μόνο μέσω της Αστρονομίας.

Λίγες δεκαετίες νωρίτερα, σε παρόμοιο μήκος κύματος είχε κινηθεί και ο Rene Descartes, του οποίου το κοσμολογικό πρότυπο ήταν μηχανιστικό και δυϊστικό. Για τον Descartes το Σύμπαν είναι μια τεράστια μηχανή αποτελούμενη από αδρανή σώματα που κινούνται με βάση κάποιους καθολικούς νόμους-προδιαγραφές που όρισε ο Κατασκευαστής του. Ο Θεός δημιούργησε το Σύμπαν και του έδωσε τόση ενέργεια όση χρειαζόταν για το σκοπό για τον οποίο το δημιούργησε (αρχή διατήρησης της ενέργειας με μεταφυσική θεμελίωση). Μετά τη δημιουργία, ο Θεός δεν παρεμβαίνει στο Σύμπαν. Στο Σύμπαν αυτό ακόμα και ο άνθρωπος είναι μια μηχανή, αλλά είναι ταυτόχρονα και φορέας μιας άυλης ψυχής που χορηγείται από το Δημιουργό. Τμήματα του έργου του Descartes στη Φυσική βασίστηκαν στις θεωρίες για την κίνηση της Γης, αλλά ο ίδιος, όντας βαθιά θρησκευόμενος καθολικός, απέφυγε να έρθει σε σύγκρουση με την Εκκλησία. Ωστόσο, για τις καινοτόμες ιδέες του κατηγορήθηκε ως άθεος από την Εκκλησία της Γαλλίας, και βιβλία του απαγορεύτηκαν.

Sir Issac Newton

Ο αιώνιος Θεός και η ελεύθερη βούληση

Το νευτώνειο μηχανιστικό μοντέλο για τον κόσμο με τον απόλυτο χρόνο και τον απόλυτο χώρο ανατράπηκε πολλά χρόνια αργότερα, στις αρχές του 20ου αιώνα, από μία επιστημονική επανάσταση, της οποίας οι δύο βασικοί φορείς υπήρξαν η Θεωρία της Σχετικότητας και η Κβαντομηχανική.

Η θεμελίωση της Θεωρίας της Ειδικής Σχετικότητας (1905), που προέκυψε από την προσπάθεια να ξεπεραστεί μια ενοχλητική αντίφαση ανάμεσα στην κίνηση των υλικών σωμάτων και τη διάδοση των ηλεκτρομαγνητικών διαταραχών, είχε ως βασική συνέπεια μια ριζική αναμόρφωση της αντίληψής μας για το χρόνο. Αποφεύγοντας στο παρόν κείμενο να υπεισέλθουμε σε επιστημονικές λεπτομέρειες, θα αρκεστούμε μοναχά στη διαπίστωση της ότι ο χρόνος δεν είναι απόλυτος και καθολικός, αλλά διαστέλλεται και συστέλλεται συναρτήσει της ταχύτητας κίνησης.

Κάθε παρατηρητής έχει τη δική του προσωπική χρονική κλίμακα, η οποία αφορά στο σύστημα αναφοράς που επιλέγει. Κοινώς, δεν μπορεί να υπάρξει ομοφωνία στο ποιό είναι το «τώρα». Θύμα του ότι δεν υπάρχει καθολική παρούσα στιγμή υπήρξε ο διαχωρισμός του χρόνου σε παρελθόν, παρόν και μέλλον. Το παρελθόν για κάποιον μπορεί να είναι παρόν για κάποιον άλλο και μέλλον για κάποιον τρίτο. Με τη Θεωρία της Γενικής Σχετικότητας (1915) ο Albert Einstein ενσωματώνει και μια νέα αντίληψη για τη Βαρύτητα, σύμφωνα με την οποία η κατανομή της ύλης, επίσης, επηρεάζει τη μορφή του χωροχρόνου, προκαλώντας χρονοστρεβλώσεις και χωροστρεβλώσεις. Ο ρυθμός με τον οποίο ρέει ο χρόνος εξαρτάται και από τις βαρυτικές συνθήκες! Και κάπου εδώ εγείρονται διάφορα θεολογικά ζητήματα. Βιώνει ο Θεός το πέρασμα του χρόνου; Αν δεχτούμε, όπως πολλοί χριστιανοί, ότι ο Θεός παρεμβαίνει στον κόσμο, τότε βιώνει το χρόνο. Ο χρόνος, όμως, όπως είδαμε, υφίσταται φυσικές μεταβολές, οφειλόμενες στην ταχύτητα κίνησης και στη Βαρύτητα. Υπόκεινται, άραγε, οι παρεμβάσεις του Θεού εν χρόνω, σε αυτές τις μεταβολές;

Αν ναι, τότε είναι παντοδύναμος; Εάν, από την άλλη, δεχτούμε ότι ο Θεός είναι αιώνιος, με την έννοια ότι είναι πέραν και υπεράνω του χρόνου, αναρωτιέται κανείς πώς σκέφτεται, προγραμματίζει και πράττει, αφού αυτά είναι δραστηριότητες που γίνονται μέσα στο χρόνο. Επίσης, εφόσον η ύπαρξη κάποιου είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με τις σκέψεις του και τις εν χρόνω εμπειρίες του, συμπεριλαμβανομένης και της εμπειρίας της ροής του χρόνου καθ’ εαυτήν, θα μπορούσε άραγε, ένας άχρονος Θεός να θεωρηθεί ξεχωριστή ύπαρξη; Οι σύγχρονες, λοιπόν, αντιλήψεις για το χρόνο βάζουν εμπόδια στην παντοδυναμία και στην παντογνωσία του Θεού.

Το επόμενο χτύπημα στις μέχρι τότε παραδεκτές αντιλήψεις ήρθε στη δεκαετία του 1920, όταν η Κβαντομηχανική αναπτύχθηκε στην προσπάθεια των φυσικών να ερμηνεύσουν την αλλοπρόσαλη συμπεριφορά κάποιων ραδιενεργών ατόμων. Η άποψη ότι το άτομο λειτουργεί με την ακρίβεια ωρολογιακού μηχανισμού, με τα ηλεκτρόνια σε αυστηρά καθορισμένες τροχιές, αντικαταστάθηκε από την πιθανότητα το ηλεκτρόνιο να βρεθεί κάπου. Πυρήνας της νέας αντίληψης ήταν αυτό ακριβώς το στοιχείο της μη προβλεψιμότητας που εκφράστηκε με την Αρχή της Απροσδιοριστίας του Heisenberg. Πολλοί φυσικοί, με επικεφαλής το Niels Bohr, υποστήριξαν ότι, σε ατομική κλίμακα, αυτή η αβεβαιότητα είναι εγγενής ιδιότητα της φύσης, φτάνοντας μέχρι το σημείο να θεωρήσουν ότι κάτι τέτοιο επιτρέπει την εμφάνιση αποτελεσμάτων, χωρίς αιτία! Έξαλλος ο Einstein διακήρυξε ότι «ο Θεός δεν παίζει ζάρια με τον κόσμο», αρνούμενος να εγκαταλείψει τον ντετερμινισμό του.

Φυσικά, ο Einstein, με αυτή τη φράση δεν αναφερόταν στο Θεό των χριστιανών, αλλά ως πανθεϊστής, υπερασπιζόταν την ισχύ των φυσικών νόμων, έναντι της τυχαιότητας. Τα πράγματα έγιναν ακόμα πιο σύνθετα, όταν άρχισε να διαδίδεται ευρέως η αντίληψη ότι ο παρατηρητής ενός κβαντικού συστήματος επηράζει το παρατηρούμενο σύστημα σε βαθμό διαμόρφωσής του. Δηλαδή, η πραγματικότητα που προκύπτει από την παρατήρηση εξαρτάται τόσο από τον παρατηρητή όσο και από την επιλογή του τρόπου εκτέλεσης της παρατήρησης. Με λίγα λόγια, τέθηκε ζήτημα αμφισβήτησης της ύπαρξης μιας αντικειμενικής πραγματικότητας ανεξάρτητης από τον παρατηρητή και αναπτύχθηκε ένα έντονο ρεύμα υποκειμενικού ιδεαλισμού. Αρκετά πειράματα επιβεβαίωσαν την επίδραση που ασκεί ο παρατηρητής στη φύση του παρατηρούμενου συστήματος, κάτι που κλόνισε την ιδέα ενός ντετερμινιστικού Σύμπαντος, όπου τα πάντα προσδιορίζονται από συγκεκριμένους νόμους, δίνοντας ένα ισχυρό όπλο στους θιασώτες της ελεύθερης βούλησης του ανθρώπου.

Ωστόσο, ένας ντετερμινιστής θα ισχυριζόταν ότι μόνο σε ένα ντετερμινιστικό Σύμπαν η ελεύθερη βούληση είναι δυνατή, αφού μόνο όταν μπορεί να προκαλέσει κάποιος συγκεκριμένα συμβάντα, είναι ελεύθερος. Αντίθετα, σε ένα ιντετερμινιστικό Σύμπαν, μπορεί να είναι κάποιος υπεύθυνος για τις πράξεις του, αν χαρακτηρίζονται από τυχαιότητα; Επιπλέον, αν αυτό που θα πράξουμε δεν προσδιορίζεται από κάποιες φυσικές αιτίες, αλλά από κάτι έξω από αυτές, είμαστε περισσότερο ελεύθεροι; Τα πράγματα περιπλέκονται περισσότερο, όταν αναρωτηθούμε αν ο Θεός έχει ελεύθερη βούληση. Είναι δυνατόν να μην έχει ο Θεός μια τέτοια δυνατότητα, αν θεωρήσουμε ότι την έχει ο άνθρωπος;

Επίσης, αν ο Θεός έχει ένα σχέδιο για το Σύμπαν, γιατί δεν έχει δημιουργήσει ένα απόλυτα ντετερμινιστικό Σύμπαν, ώστε το σχέδιο αυτό να εκπληρωθεί; Αν πάλι το Σύμπαν χαρακτηρίζεται γενικώς και εγγενώς από αβεβαιότητα, αυτό δε σημαίνει ότι η δύναμη του Θεού είναι περιορισμένη, λόγω της αδυναμίας Του να προβλέψει ή να αποφασίσει την έκβαση των πραγμάτων; Αν επίσης, ο Θεός έχει την ελευθερία επιλογής, αυτό βάζει ξανά στο παιχνίδι την παράμετρο του χρόνου, αφού κάθε επιλογή του (άχρονου) Θεού για τον κόσμο θα πρέπει να γίνεται εν χρόνω. Και επιπλέον, αν μπορεί ο Θεός να εφαρμόζει την ελεύθερη βούλησή Του στον κόσμο, αυτό δε συνεπάγεται περιορισμό της ελεύθερης βούλησης του ανθρώπου; Ρεαλιστικές προσεγγίσεις, στο σήμερα, αποκαθιστούν τη σύγχυση, αποδεικνύοντας ότι ο πιθανοκρατικός χαρακτήρας των κβαντικών φαινομένων δε συνιστά απόδειξη του μη αιτιοκρατικού τους χαρακτήρα.

Πλέον, έχουν ανακαλυφθεί οι αιτίες αρκετών από αυτά τα φαινόμενα και επίσης, όσον αφορά στις διαφορετικές πραγματοποιήσιμες καταστάσεις κατά τη μέτρηση, αυτές απλά εκφράζουν τις εν γένει πολλαπλές δυναμικότητες ενός στατιστικού συνόλου σε δεδομένες συνθήκες, όπου κάθε μέτρηση καθορίζει με συγκεκριμένο και ειδικό τρόπο κάθε φορά, μία από τις δυνατές καταστάσεις. Τέλος, το ζήτημα της ελεύθερης βούλησης του ανθρώπου δε λύνεται με αναγωγή του ψυχισμού του σε επίπεδο μικροσωματίων, αλλά με την προσέγγισή του ανθρώπινου ψυχισμού ως πεδίου πολλαπλών δυνατοτήτων.

Werner Heisenberg

Η Μεγάλη Έκρηξη ή αλλιώς…η Γένεσις


Το θεμελιώδες ερώτημα «Πότε και πώς δημιουργήθηκε το Σύμπαν», γέννησε μέσα στον 20ο αιώνα μια σειρά υποθέσεων και θεωριών. Η επικρατέστερη εδώ και δεκαετίες είναι η υπόθεση της Μεγάλης Έκρηξης (BigBang). Εισηγητής της, εν έτει 1927, ο Αββάς G.E. Lemaître, βέλγος ρωμαιοκαθολικός ιερέας και αστροφυσικός, μέλος της Ποντιφικαλείου Ακαδημίας Επιστημών και μέλος της Ακαδημίας Επιστημών και Τεχνών του Βελγίου. Σύμφωνα το Big Bang, το Σύμπαν προέκυψε από μια μεγάλη έκρηξη και έκτοτε διαστέλλεται. Πριν από την έκρηξη δεν υπήρχε χώρος και χρόνος και το σύνολο της ύλης ήταν συγκεντρωμένο σε ένα σημείο, όπου επικρατούσε άπειρη θερμοκρασία και άπειρη πυκνότητα. Κάποια παρατηρησιακά δεδομένα, είναι σύμφωνα με αυτήν την υπόθεση.

Το πρώτο από αυτά υπήρχε ήδη από το 1914, όταν ο Vesto Melvin Slipher διαπίστωσε ότι οι φασματικές γραμμές κάποιων γαλαξιών ήταν μετατοπισμένες προς την ερυθρή περιοχή του φάσματος. Η μετατόπιση αυτή, σύμφωνα με το φαινόμενο Doppler-Fizeau, σήμαινε ότι όλοι οι γαλαξίες, που είχαν τυχαία επιλεγεί και μελετηθεί, φαίνονταν σαν να απομακρύνονταν από τον γήινο παρατηρητή με ακτινικές ταχύτητες μερικών εκατοντάδων χιλιομέτρων το δευτερόλεπτο. H γενικότητα αυτού του φαινομένου επιβεβαιώθηκε αργότερα από τον Edwin Hubble που μελέτησε τα φάσματα ενός πολύ μεγάλου αριθμού γαλαξιών. Ο Hubble το 1929 κατόρθωσε να βρει έναν μαθηματικό νόμο που συνέδεε την ταχύτητα απομάκρυνσης των γαλαξιών με την απόστασή τους.

Σύμφωνα με το νόμο του Hubble η ακτινική ταχύτητα απομάκρυνσης των γαλαξιών είναι τόσο μεγαλύτερη όσο μεγαλύτερη είναι η απόστασή τους από τη Γη. Η δημιουργούμενη εντύπωση της φυγής των γαλαξιών προς όλες τις διευθύνσεις θεωρήθηκε ως τεκμήριο ότι στο απώτατο παρελθόν οι γαλαξίες είχαν μια κοινή εκκίνηση και αφετηρία: το σημείο της Μεγάλης Έκρηξης! Η υπόθεση κυριάρχησε ευρέως μετά το 1964, οπότε οι Allo A. Penzias και Robert W. Wilson παρατήρησαν μια διάχυτη ακτινοβολία μικροκυμάτων του υποβάθρου που ερχόταν ομοιόμορφα από όλες τις διευθύνσεις, θερμοκρασίας 2,7K σαν αυτή που είχε προβλέψει ο G.Gamow αρκετά χρόνια νωρίτερα. Αυτή θεωρήθηκε ως ο απόηχος της Μεγάλης Έκρηξης και η ανακάλυψή της τους χάρισε το βραβείο Nobel το 1978. Το εντυπωσιακό δεν είναι τόσο ότι η πλειοψηφία των φυσικών διεθνώς θεωρεί δεδομένη την ισχύ του Big Bang, ενώ αυτή παρουσιάζει αρκετές ανεπάρκειες και έχει ένα σοβαρό αντίπαλο δέος (ζητήματα που θα αναπτύξουμε παρακάτω) όσο το γεγονός ότι την αποδέχεται και την αγκαλιάζει τόσο η Καθολική όσο και η Ορθόδοξη Εκκλησία, χωρίς να τη θεωρεί απειλητική για το χριστιανισμό!

Έτσι λοιπόν, έχουμε τον Πάπα Φραγκίσκο να δηλώνει δημόσια μέσα στο 2014 τα εξής: «Οι θεωρίες της εξέλιξης των ειδών και του Big Bang είναι αληθείς. Η Μεγάλη Έκρηξη, που θεωρείται σήμερα η προέλευση του κόσμου δεν είναι ανακόλουθη με την παρουσία ενός θεϊκού Δημιουργού»! Ενδεικτικές του ίδιου ύφους είναι και οι δηλώσεις του Μητροπολίτη Μόρφου Νεοφύτου το 2009: «Γνωρίζουμε πλέον ότι έχουμε ένα Σύμπαν το οποίο έχει αρχή, άρα κάποιος το έφτιαξε. Το φως είναι αποτέλεσμα του Big Bang, της Δημιουργίας δηλαδή. Πριν από την Μεγάλη Έκρηξη υπήρχε μόνον ο Δημιουργός. Αυτό λέει η σύγχρονη Κβαντική Φυσική, με την οποία συμφωνεί και η Βίβλος. Αλλά η κάθε μια παραμένει στο χώρο της», ενώ ο Γεώργιος Ι. Γούναρης, ομότιμος καθηγητής τμήματος Φυσικής Α.Π.Θ. σημειώνει: «Μόλις τα τελευταία χρόνια εμπεδώθηκε η ιδέα ότι το Σύμπαν έχει αρχή. Όχι μόνο η ύλη, αλλά και αυτός ο χώρος κατασκευάσθηκε κάποτε.

Τίποτα δεν προϋπήρχε. Αποτελεί θρίαμβο της Αγίας Γραφής το ότι στα τέλη του 20ου αιώνα η επιστήμη αναγκάστηκε να παραδεχτεί την ύπαρξη μιας τέτοιας αρχής», ενώ κάλλιστα μπορεί να γίνει επίκληση και του Αγίου Αυγουστίνου, ο οποίος μερικούς αιώνες νωρίτερα έγραφε: «Ο Κόσμος και ο χρόνος δημιουργήθηκαν την ίδια στιγμή. Ο Κόσμος έγινε όχι σε κάποια στιγμή του χρόνου, αλλά ταυτόχρονα με το χρόνο». Ας δούμε, όμως, καταρχάς, μερικές ενστάσεις σχετικά με την ευστάθεια της υπόθεσης του Big Bang. Το Big Bang προϋποθέτει ότι το Σύμπαν είναι ομοιογενές και ισότροπο, ενώ υπάρχουν σύγχρονα παρατηρησιακά δεδομένα που αποδεικνύουν μια άκρα ανομοιογένεια και ανισοτροπία στην κατανομή των γαλαξιών.

Στο σημείο μηδέν της άπειρης πυκνότητας και θερμοκρασίας δεν ισχύουν οι νόμοι της Φυσικής, δε λύνονται οι εξισώσεις της Βαρύτητας. Επιπλέον, οι προϋποθέσεις του Big Bang, το ότι δηλαδή πριν από την έκρηξη δεν υπήρχε χώρος και χρόνος, αντιφάσκουν με το ότι κάθε φαινόμενο πραγματοποιείται εν χώρω και κάποια χρονική στιγμή. Πώς μετριέται η ηλικία του, εφόσον γεννήθηκε μαζί με το χρόνο και όχι κάποια στιγμή t; Επίσης, που διαστέλλεται το Σύμπαν, εφόσον έξω από αυτό δεν υπάρχει χώρος; Διαπιστώνουμε, λοιπόν, ότι το Big Bang, στηρίζεται σε μεταφυσικού χαρακτήρα αξιώματα που στερούνται φυσικού νοήματος και δεν επιδέχονται ούτε διάψευσης ούτε επαλήθευσης και αυτός είναι και ο λόγος που, στο παρόν κείμενο, το αποκαλούμε υπόθεση και όχι θεωρία.

Οι θεωρίες οφείλουν να είναι εμπειρικά ελέγξιμες. Αν οι υποστηρικτές του Big Bang δέχονταν ότι το πρότυπο αυτό αφορά μόνο στο προσιτό σε εμάς μέρος του Σύμπαντος, το οποίο μπορεί να προέκυψε από μία ή και περισσότερες εκρήξεις της υπάρχουσας ύλης, στον υπάρχοντα χώρο και χρόνο, τότε θα μπορούσε να είναι μια ελέγξιμη θεωρία. Έχοντας, όμως, η υπόθεση αυτή την αξίωση να αποφανθεί συνολικά για το Σύμπαν, καθίσταται οιονεί μεταφυσική και αφήνει ανοιχτή την πόρτα στον ιδεαλισμό και τη Θεολογία. Υπάρχει άραγε τρόπος να αποφύγουμε αυτά τα εμπόδια; Καταρχάς, οι εξισώσεις της Γενικής Σχετικότητας δεν επιδέχονται μία και μοναδική λύση. Εκτός από διαστελλόμενο, προβλέπουν και στάσιμο Σύμπαν. Επίσης, το φαινόμενο της μετατόπισης προς την ερυθρή περιοχή του φάσματος προκάλεσε πολλούς αστροφυσικούς να μελετήσουν την πιθανότητα το φαινόμενο αυτό να μη δηλώνει την ταχύτητα απομάκρυνσής των γαλαξιών.

Ως προς το θέμα αυτό, οι επιφανείς αστροφυσικοί Sir Fred Hoyle και JayantNarlika διατύπωσαν την άποψη ότι πιθανόν τα σωματίδια της ύλης να είχαν μηδενική μάζα αδράνειας κατά τη στιγμή της δημιουργίας τους, η οποία συνεχώς μεγάλωνε με την πάροδο του χρόνου. Aυτό θα σήμαινε ότι οι φασματικές γραμμές των νεότερων ατόμων θα παρουσίαζαν μια πολύ μεγαλύτερη μετατόπιση προς το ερυθρό από αυτήν των γηραιότερων ατόμων. Αυτός ο ισχυρισμός εντάσσεται σε μια ευρύτερη αντίληψη την οποία

το 1948 οι Hermann Bond, Fred Hoyle και Thomas Gold εισηγήθηκαν με το μοντέλο της συνεχούς δημιουργίας (ή του οιονεί στάσιμου Σύμπαντος), που υποστηρίζει ότι στο Σύμπαν γεννιούνται συνεχώς νέα υλικά σωμάτια, κάτι που είναι σύμφωνο με τη Θεωρία της Γενικής Σχετικότητας. Η θεμελιώδης παραδοχή της θεωρίας είναι ότι το Σύμπαν παρουσιάζει σε μεγάλη κλίμακα αμετάβλητη μορφή. Εφόσον το Σύμπαν, με βάση τη Θερμοδυναμική, πρέπει να διαστέλλεται, πρέπει να δημιουργούνται συνεχώς νέα υλικά σωμάτια, έτσι ώστε η πυκνότητα να διατηρείται σταθερή. Σήμερα γίνεται γενικά αποδεκτή η πιθανότητα ύπαρξης ενός υποκβαντικού επιπέδου, το οποίο αποτελεί δεξαμενή σωματίων, τα οποία αναδύονται στο κβαντικό επίπεδο: δυνάμει σωματίων, τα οποία μεταπίπτουν στην ενεργεία κατάσταση, κάτι που αποτελεί φυσικό και όχι μεταφυσικό φαινόμενο. Να σημειώσουμε ότι θεωρούμε μια πεδιακή αντίληψη για την ύλη, σύμφωνα με την οποία ύλη δεν είναι μόνο τα μαζικά σωμάτια. Το μοντέλο αυτό επιπλέον, δεν προϋποθέτει κάποια αρχή για το Σύμπαν και έτσι, σε ένα Σύμπαν άπειρο στο χώρο και στο χρόνο δεν υπάρχουν τα άβολα ερωτηματικά για το πότε, που και από ποιόν. Από τα παραπάνω, λοιπόν, συνάγεται ότι σύμφωνα με την κοσμολογία της συνεχούς δημιουργίας αίρεται η ανάγκη ύπαρξης Δημιουργού του Σύμπαντος.

Hermann Bondi

Ερχόμενοι σε πιο πρόσφατες εκδοχές αυτών των αναζητήσεων-αντιπαραθέσεων, έχει ενδιαφέρον να σταθούμε σε ένα βιβλίο. Με το τελευταίο του βιβλίο The Grand Design (2010) λοιπόν, και τις συνακόλουθες δημόσιες δηλώσεις του, ο κορυφαίος σύγχρονος φυσικός και γνωστός αθεϊστής Stephen Hawking, κλιμακώνει τις ήδη ριζοσπαστικές θέσεις που είχε τα τελευταία χρόνια για τη σχέση της επιστήμης με τη θρησκεία. Ισχυρίζεται ότι με τη θεωρία Μ μπορούμε πλέον να απαντήσουμε σε ερωτήματα, όπως Τί υπήρχε πριν από το Big Bang ή πώς το Σύμπαν γεννήθηκε από το τίποτα, βασιζόμενοι μόνο στους φυσικούς νόμους, καθιστώντας περιττό έναν Δημιουργό Θεό. Σε συνέντευξη που έδωσε στην ισπανική εφημερίδα El Mundo μέσα στο 2014 δήλωσε: «Πριν κατανοήσουμε την επιστήμη είναι φυσικό να πιστεύουμε ότι ο Θεός δημιούργησε το Σύμπαν. Τώρα όμως, η επιστήμη μας προσφέρει μία πειστική εξήγηση. Αυτό που εννοούσα για το μυαλό του Θεού, είναι ότι εμείς θα μπορούσαμε να γνωρίζουμε τα πάντα που ο Θεός θα μπορούσε να ξέρει, εάν υπήρχε ο Θεός, που δεν υπάρχει. Είμαι άθεος». Το βιβλίο προκάλεσε έντονες αντεγκλήσεις διεθνώς. Ο Richard Dawkins, εξελικτικός βιολόγος, καθηγητής στην Οξφόρδη και μαχητικός αθεϊστής, χαιρέτισε με ενθουσιασμό τις θέσεις του Hawking, λέγοντας ότι μετά την εκδίωξη του Θεού από τη Βιολογία με το Δαρβινισμό, η Φυσική του δίνει τη χαριστική βολή, ενώ ο κοσμολόγος Lawrence Krauss σχολίασε ότι πλέον με τα εργαλεία που διαθέτει η Φυσική μπορεί να απαντήσει σε ζητήματα που μέχρι πρότινος ήταν μεταφυσικού χαρακτήρα. Από την άλλη πλευρά, ο Roger Penrose, μέσω των Financial Times, επεσήμανε ότι η θεωρία Μ δε στηρίζεται σε κανένα παρατηρησιακό δεδομένο, ενώ ο Gerald Schroeder σημείωσε ότι αν οι φυσικοί νόμοι στους οποίους οφείλεται η γέννηση του Σύμπαντος, υπήρχαν (σύμφωνα με τον Hawking) πριν από το Σύμπαν, άρα πριν και έξω από το χρόνο, τότε δεν είναι φυσικοί και δε διαφέρουν και πολύ από το βιβλικό concept. Στο ίδιο μήκος κύματος κινήθηκε και η κριτική του Paul Davies μέσω του Guardian, ο οποίος τόνισε ότι οι μετα-νόμοι που προϋποτίθενται στο ρόλο του πυροκροτητή του Big Bang είναι παρόμοιου οντολογικού καθεστώτος με ένα, ανεπίδεκτο ερμηνειών, υπερφυσικό ον, όπως ο Θεός. Στη διάσκεψη Zeitgeist της Google το 2011, ο Hawking προχώρησε ένα ακόμα βήμα, λέγοντας ότι «η φιλοσοφία είναι νεκρή». Ισχυρίστηκε ότι οι φιλόσοφοι «δεν συμβαδίζουν με τις σύγχρονες εξελίξεις στην επιστήμη» και ότι «οι επιστήμονες έχουμε γίνει οι φορείς του φακού της ανακάλυψης, στην αναζήτησή μας για τη γνώση». Είπε ότι τα φιλοσοφικά προβλήματα μπορούν να απαντηθούν από την επιστήμη, ιδίως μέσω των νέων επιστημονικών θεωριών που «μας οδηγούν σε μια νέα και πολύ διαφορετική εικόνα του σύμπαντος και της θέση μας σε αυτό».

Λίγους μήνες αργότερα, στις 4 Ιουλίου 2012, ακόμα ένα κοσμοϊστορικό επεισόδιο έρχεται να προστεθεί σε αυτή τη μακραίωνη και πολυσύνθετη σχέση. Σε συνέντευξη τύπου εκπρόσωποι των πειραμάτων ATLAS και CMS στον Μεγάλο Επιταχυντή Αδρονίων στο CERN ανακοίνωσαν ότι παρατήρησαν ένα νέο σωματίδιο με μάζα περίπου 126 GeV. Αυτό το σωματίδιο είναι σύμφωνο με το μποζόνιο Higgs. Το σωματίδιο αυτό, καλούμενο εκλαϊκευμένα και καταχρηστικά από τον Leon Lederman ως «το σωματίδιο Θεός» για την καλύτερη κυκλοφορία του βιβλίου του: «The God Particle: If the Universe Is the Answer, What Is theQuestion?» ή «το σωματίδιο του Θεού», είναι ένα μποζόνιο που προβλέπεται από το Καθιερωμένο Πρότυπο (Standard Model).

Το 1964 η ύπαρξή του θεμελιώθηκε θεωρητικά από έξι διαφορετικούς φυσικούς, με πρώτο ανάμεσά τους τον βρετανό Peter Higgs. Το μποζόνιο Higgs είναι στοιχειώδες υποατομικό σωματίδιο, το οποίο αντιστοιχεί στο ομώνυμο κβαντικό πεδίο που είναι υπεύθυνο, κατά τα πρώτα κλάσματα του δευτερολέπτου μετα το Big Bang, για την εκδήλωση της ιδιότητας της μάζας σε όλα τα στοιχειώδη σωματίδια, όπως τα quarks και τα ηλεκτρόνια, την οποία είχαν δυνάμει και κατά την αλληλεπίδρασή τους με το πεδίο εμφάνισαν ενεργεία. Χωρίς μάζα, το σύμπαν, θα είχε μία πολύ διαφορετική μορφή από αυτή που γνωρίζουμε σήμερα, καθώς δε θα υπήρχαν αστέρια, γαλαξίες, πλανήτες, ή ακόμη μόρια και άτομα, άρα και άνθρωποι. Αποτελούσε επί δεκαετίες το κομμάτι που έλειπε για την ολοκλήρωση του Καθιερωμένου Μοντέλου.

Ο ίδιος ο Higgs, στον οποίο απονεμήθηκε το 2013 το βραβείο Nobel, αναγνωρίζει τη σπουδαιότητα που διαδραματίζει το σωματίδιο στο Σύμπαν, αλλά δεν αποδέχεται ότι αποτελεί δημιούργημα μιας ανώτατης οντότητας. Ταυτόχρονα, στον ελλαδικό χώρο, εξαιρετικό ενδιαφέρον παρουσιάζει το γεγονός ότι, λίγους μήνες μετά την επαλήθευση της ύπαρξης του μποζονίου Higgs, ο Γεώργιος Τακαρίδης καταθέτει στη Θεολογική Σχολή του Α.Π.Θ. τη μεταπτυχιακή του διατριβή, στην οποία μετά από μια πολυσέλιδη ανάπτυξη, μεταξύ άλλων καταλήγει να ισχυρίζεται τα παρακάτω:

«Οι Πατέρες θεωρούν ότι η Δημιουργία έγινε ακαριαία και συνολικά, ώστε με την πρώτη ορμή του θελήματος του Θεού ήρθαν στην ύπαρξη όλες οι ουσίες-δομικά συστατικά και κατεβλήθησαν όλες οι ιδιότητες δυνάμει στις ουσίες των όντων. Σύμφωνα με την άποψη, αυτή όλα τα όντα έχουν επάνω τους σπερματικά όλες τις ιδιότητες δυνάμει, ενώ έχουν καταβληθεί στα όντα οι λόγοι τους, που δεν είναι άλλοι από τους φυσικούς νόμους βάσει των οποίων στη συνέχεια θα περάσουν την κατάλληλη στιγμή στο ενεργεία. Στο σημείο αυτό επομένως η σύγχρονη Επιστήμη έρχεται να επιβεβαιώσει την άποψη αυτή των Πατέρων, εφόσον τόσο σε θεωρητικό, όσο και σε πειραματικό επίπεδο κάθε σωματίδιο συνοδεύεται από ένα σύνολο αριθμών που αντιπροσωπεύουν τις ιδιότητές του και αποτελούν την ταυτότητά του. Η ανακάλυψη του σωματιδίου Higgs με την σειρά της μας εξηγεί επιπλέον τον συγκεκριμένο τρόπο με τον οποίο η προϋπάρχουσα δυνάμει μάζα, έρχεται στο ενεργεία κατά την αλληλεπίδραση της οποιασδήποτε ενεργειακής οντότητας με το πεδίο Higgs» και λίγο παρακάτω:

«Με την γνώση των ορίων των δύο Επιστημών και των στόχων της καθεμιάς δεν είναι δυνατόν να υπάρξει αντίθεση παρά μόνο αρμονική συνύπαρξη και αλληλοσυμπλήρωση. Αντίθεση προκύπτει μόνον όταν οι επιστήμονες της μιας επιστήμης με τα εργαλεία της περιοχής τους θελήσουν να προσεγγίσουν και να δώσουν απαντήσεις στην περιοχή της άλλης Επιστήμης. Σκοπός της Φυσικής Επιστήμης είναι η προσέγγιση και κατανόηση των λόγων των όντων, της εμφαινόμενης στα όντα τεχνικής θεωρίας, δηλαδή του πώς συμβαίνουν τα φαινόμενα, πώς λειτουργεί η Φύση. Σκοπός της Επιστήμης της Θεολογίας είναι να βοηθήσει διακονώντας μέσα από τα επιμέρους αντικείμενά της στο μπόλιασμα της κτιστής Φύσης με τον Άκτιστο Θεό». Στην ίδια κατεύθυνση κινήθηκε και η ομιλία του αρχιμανδρίτη Ειρηναίου Δεληδήμου, ο οποίος σε συνέδριο-συνομιλία με τη Θεολογία που διοργάνωσε το CERN στη Θεσσαλονίκη το 2014 μεταξύ άλλων είπε: «Οι ακραίοι θρήσκοι και οι ακραίοι άθεοι συναντώνται σε ένα πράγμα: ότι επιστήμη και Θεός είναι ασυμβίβαστα. Αυτό όμως δεν ισχύει ούτε για τους Πατέρες της Εκκλησίας ούτε στις πραγματικές ανακαλύψεις της επιστήμης. Η συνεργασία επιστήμης και θεολογίας μπορεί να μεταδώσει γνώση στην κοινωνία, αφού ξεπεραστούν οι προκαταλήψεις και από τις δύο πλευρές».

Peter Higgs

Ποιοι συγκρούονται τελικά;


Μια ματιά στα παραπάνω αναδεικνύει ότι τους τελευταίους αιώνες η σύγκρουση που λαμβάνει χώρα δεν είναι ανάμεσα στην επιστήμη και στη θρησκεία, αλλά σε δύο ειδών αντιλήψεις. Από τη μία πλευρά, λοιπόν, έχουμε αντιλήψεις που θεωρούν ότι η θρησκεία και η επιστήμη είναι μη αλληλοεπικαλυπτόμενα πεδία («non overlapping magisteria», σύμφωνα με τον καθηγητή εξελικτικής βιολογίας του Harvard Stephen Jay Gould). Αυτές στηρίζονται είτε στην τακτική της Εκκλησίας να ακολουθεί μια ευέλικτη ερμηνεία των ιερών κειμένων, προκειμένου να συνυπάρχει η θρησκεία με τις αναμφισβήτητες σύγχρονες επιστημονικές αλήθειες είτε στην (ρητή ή άρρητη) παραδοχή τμημάτων της επιστημονικής κοινότητας ότι η επιστήμη δεν απειλεί τα ίδια τα θεμέλια του χριστιανισμού, εφόσον δραστηριοποιείται σε διαφορετική επικράτεια.

Από την άλλη πλευρά, έχουμε αντιλήψεις που θεωρούν ότι η θρησκεία και η επιστήμη είναι ανταγωνιστικά και αλληλοεπικαλυπτόμενα πεδία. Στη θεώρηση αυτή μπορούν να ενταχθούν αφενός οι επιθέσεις της Εκκλησίας στην επιστήμη, στην απόπειρά της να θωρακίσει τα δόγματά της απέναντι σε κλονισμούς αυτών, που οφείλονται σε ορισμένες επιστημονικές τομές, και αφετέρου τα διάφορα σύγχρονα ρεύματα αθεϊστών επιστημόνων που ισχυρίζονται ότι στο σημείο που έχει φτάσει σήμερα η επιστήμη μπορεί να απαντήσει σε ερωτήματα που αφορούν στα βάθη της ύπαρξης, καθιστώντας περιττή και την περί Θεού υπόθεση, αλλά και την ίδια την οντολογία!

Stephen Jay Gould


Η επιστήμη και η θρησκεία αποτελούν δύο μεγάλα συστήματα της ανθρώπινης σκέψης, που προσεγγίζουν τα βαθειά υπαρξιακά ερωτήματα από εντελώς διαφορετικές αφετηρίες. Η ιστορία, ωστόσο, έχει δείξει ότι η επιστήμη μπορεί να αντιμετωπίσει με σοβαρό τρόπο κάποια ζητήματα που άλλοτε θεωρούνταν θεολογικού χαρακτήρα και συνεπώς, αποκλειστικό προνόμιο της θρησκείας. Θέματα όπως, η φύση του χώρου και του χρόνου, η προέλευση μορφών της ύλης, άρα και της ζωής, η αιτιότητα, όχι μόνο απαντώνται με επάρκεια από τη σύγχρονη επιστήμη, αλλά τίθενται από αυτήν σε ένα τέτοιο εννοιολογικό πλαίσιο που καθιστά τις αντίστοιχες προσεγγίσεις εκ μέρους της θρησκείας παρωχημένες και άνευ νοήματος, σε σημείο που να απαιτείται η αναμόρφωση βασικών αντιλήψεων για την πραγματικότητα, τόσο στα πλαίσια των θεολογικών κύκλων όσο και στο επίπεδο αυτού που θεωρείται κοινή γνώμη.

Δεν είναι περίεργη, λοιπόν, η ευελιξία που επέδειξε ο χριστιανισμός τις τελευταίες δεκαετίες, η οποία, με μια αρκετά διασταλτική ερμηνεία των ιερών κειμένων, προσπάθησε να ενσωματώσει μερικά νέα χαρακτηριστικά της σύγχρονης σκέψης. Εκ των πραγμάτων, λοιπόν, γίνεται φανερό ότι υπάρχουν περιοχές στις οποίες οι επικράτειες της επιστήμης και της θρησκείας αλληλοεπικαλύπτονται και μάλιστα τους τελευταίους αιώνες η επιστήμη διευρύνει την κυριαρχία της, κατακτώντας οχυρά που ανήκαν στην επικράτεια της θρησκείας. Φυσικά, θα ήταν αφέλεια να υποστηρίξουμε ότι αυτή η προέλαση φτάνει μέχρι το σημείο του να αποφανθεί η επιστήμη περί της ύπαρξης Θεού. Δεν μπορεί καν η επιστήμη να συμπεριλάβει στο φορμαλισμό της την ύλη, καθώς αυτή δεν αποτελεί μια επιστημονική έννοια, αλλά μια φιλοσοφική κατηγορία. Δεν μπορεί να αποδείξει ούτε την απειρότητα (ή μη) ούτε την αυθυπαρξία (ή μη) του Σύμπαντος.

Όχι τόσο λόγω του ότι ο επιστήμονας-άνθρωπος έχει εποπτεία μόνο ενός πεπερασμένου τμήματος του Σύμπαντος και όχι του όλου, αλλά κυρίως επειδή αυτά είναι ζητήματα που δεν ανήκουν στη δικαιοδοσία της επιστήμης. Δεν αποδεικνύονται επιστημονικά. Η αρχή της αυθυπαρξίας και της απειρότητας έχουν οντολογικό χαρακτήρα. Ανήκουν στη δικαιοδοσία της Φιλοσοφίας. Αν υποθέσουμε λοιπόν, ότι επιθυμούμε την απαλλαγή από τον μπαλαντέρ της Θεολογίας, που απαντά με την εξ’ αποκαλύψεως αλήθεια των θρησκευτικών δογμάτων εκεί που η επιστήμη δεν μπορεί να απαντήσει, καθώς και από τον επιστημονικό μεταμοντερνισμό που αρνείται υπερφίαλα τον οντολογικό χαρακτήρα κάποιων ερωτημάτων, τότε οφείλουμε να προσθέσουμε στο οπλοστάσιό μας τη Φιλοσοφία. Μια Φιλοσοφία που θα αξιοποιεί και ταυτόχρονα θα υπερβαίνει την επιστήμη. Και για τη συγκρότηση μιας τέτοιας συνολικής κοσμοαντίληψης, ίσως θα μπορούσε να φανεί γόνιμη η συνάρθρωση της κοσμολογίας της συνεχούς δημιουργίας των Bondi, Hoyle και Gold, η οποία προϋποθέτει την ύπαρξη ενός Σύμπαντος χωρίς αρχή και τέλος και με συνεχή δημιουργία μάζας από ένα κβαντικό πεδίο (κάτι που είναι σύμφωνο με τις λύσεις της Θεωρίας της Γενικής Σχετικότητας και με πρόσφατα παρατηρησιακά δεδομένα) με μια διαλεκτικοϋλιστικού χαρακτήρα οντολογία και γνωσιοθεωρία. Σύμπαν αγέννητο, άπειρο, σε αέναο γίγνεσθαι. Αντίληψη που έλκει την καταγωγή της στους προσωκρατικούς Ίωνες φιλοσόφους Αναξίμανδρο, Λεύκιππο, Δημόκριτο και Ηράκλειτο και οδηγεί στις λιγότερες δυνατές αντιφάσεις.

Βιβλιογραφία:

  • Ευτύχης Μπιτσάκης, Χώρος και Χρόνος-Η συνεχιζόμενη αναζήτηση, Εκδόσεις Άγρα, 2014.

  • Ευστράτιος Θ. Θεοδοσίου, Εισαγωγή στην Ιστορία και Φιλοσοφία των Φυσικών Επιστημών, Τμήμα Φυσικής-Πανεπιστήμιο Αθηνών, 2007.

  • Paul Davies, Θεός και μοντέρνα Φυσική, Εκδόσεις Κάτοπτρο, 2009.


*Το παρόν κείμενο δημοσιεύτηκε αρχικά στο περιοδικό «Αναιρέσεις» την άνοιξη του 2015


πρόσφατα

ακολουθήστε με 

  • Twitter Social Icon
  • Google+ Social Icon
  • Pinterest Social Icon
  • YouTube Social  Icon
bottom of page