top of page

Ρεμπέτικα, τα ελληνικά μπλουζ


Γυναίκες, ναρκωτικά, πολιτική – αυτά είναι τα θέματα του ρεμπέτικου. Η Άννα Πιάτου διηγείται την ιστορία της μουσικής αυτής κατεύθυνσης και μας παρουσιάζει τέσσερις από τις σημαντικότερες ερμηνεύτριές του.


Ως ρεμπέτικο τραγούδι (ή στον πληθυντικό: ρεμπέτικα) ορίζεται το ελληνικό αστικό λαϊκό τραγούδι που εμφανίστηκε στα τέλη του 19ου αιώνα και απέκτησε τη γνώριμη μορφή του περίπου μέχρι την τρίτη δεκαετία του 20ου αιώνα. Εξελίχθηκε στα λιμάνια όπου ζούσε η εργατική τάξη (Πειραιάς, Θεσσαλονίκη, Βόλος, Σμύρνη, Αλεξάνδρεια) και στη συνέχεια πέρασε και σε άλλα αστικά κέντρα. Ρεμπέτης θα πει ατίθασος, εξεγερμένος. Οι ρεμπέτες ήταν αντικομφορμιστές και περιθωριακοί.


Δεν αντιτάχθηκαν στους κοινωνικοπολιτικούς θεσμούς, αλλά βρίσκονταν έξω από αυτούς. Οι κυριότεροι θεματικοί άξονες των ρεμπέτικων τραγουδιών αφορούν την παρανομία, τα ναρκωτικά, τον έρωτα, την προσφυγιά και την αδικία της ζωής.


Η μεγάλη διάδοση γίνεται με τους 1.500.000 πρόσφυγες που συρρέουν το 1922 από τη Μικρά Ασία. Οι πρόσφυγες έχουν σε μεγάλο βαθμό συνήθειες αστικού πληθυσμού και διασκεδάζουν διαφορετικά από τους ντόπιους. Το ρεμπέτικο εκφράζει τη λαϊκή ψυχή.


Όπως λέει χαρακτηριστικά «απλώνουν στα μάτια μας τα ρημαγμένα τοπία της ψυχής μας». Το ρεμπέτικο τραγούδι αναπτύσσεται ευρύτατα μέχρι το 1936 και τη δικτατορία του Ιωάννη Μεταξά, όταν και απαγορεύτηκε, θεωρούμενο ως τουρκοειδές και οι στίχοι του λογοκρίνονταν αυστηρά.


Οι περισσότεροι από τους κλασικούς συνθέτες και τραγουδιστές του ρεμπέτικου τραγουδιού εμφανίζονται μέχρι το 1941, όπως ο Στράτος Παγιουμτζής, ο Μπαγιαντέρας, ο Γιάννης Παπαϊωάννου, ο Μάρκος Βαμβακάρης, ο Απόστολος Χατζηχρήστος, ο Βασίλης Τσιτσάνης, ο Μανώλης Χιώτης, ο Στελλάκης Περπινιάδης, η Ρόζα Εσκενάζυ και πολλοί άλλοι.


Κατά την περίοδο 1940-1948, τα χρόνια του Πολέμου, της Κατοχής και του Εμφυλίου, γράφτηκαν αρκετά ρεμπέτικα τραγούδια με σχετική θεματολογία. Αξιοσημείωτο παράδειγμα είναι το Κάποια μάνα αναστενάζει, που αναφέρεται στον εμφύλιο και απαγορεύτηκε από την κυβέρνηση εξαιτίας του συμφιλιωτικού περιεχομένου του και της ευρείας επιτυχίας και αποδοχής του εξίσου από τις δύο πλευρές.


Στην κλασική περίοδο του ρεμπέτικου, εκτός από το μπαγλαμά, τα κύρια όργανα είναι το μπουζούκι (σε διάφορες παραλλαγές) και η κιθάρα. Επίσης, σημαντικό ρόλο έχει το κανονάκι ή το σαντούρι, το ούτι, το ακορντεόν, παλιότερα το βιολί, αλλά και τα κρουστά, (τουμπερλέκι, ντέφι κλπ). Τα ρεμπέτικα χορεύονται ως χασάπικο, ζεϊμπέκικο και τσιφτετέλι.


Επιστρέφοντας στη θεματολογία του ρεμπέτικου, ένα ακόμα σημαντικό κεφάλαιο είναι ο έρωτας, συνήθως στη σκληρή μορφή του. Είναι τα τραγούδια των προδομένων και εκφράζουν την ανάγκη του ρεμπέτη να βιώνει σαν τραγικός ήρωας το χωρισμό. Τις περισσότερες φορές η οπτική γωνία είναι αυτή του άντρα, που βλέπει τη γυναίκα ως ένα πλάσμα γοητευτικό, αλλά επικίνδυνο. Όπως αναφέρει ο Ηλίας Πετρόπουλος, η ρεμπέτισσα ήταν η πιο ελεύθερη γυναίκα που γνώρισε η σύγχρονη Ελλάδα. Χάριζε την ερωτική της εύνοια σε όποιον άντρα γουστάριζε, κάπνιζε χασίς και χόρευε θαυμάσια.


Μέχρι και στα μέσα του 20ου αιώνα η θέση της γυναίκας στην ελληνική κοινωνία ήταν στο σπίτι. Η εξουσία του πατέρα μεταβιβαζόταν στον σύζυγο. Η κυρίαρχη θέση του άνδρα στο παλιότερο δημοτικό τραγούδι υποχωρεί στο ρεμπέτικο όπου πια η γυναίκα έχει αποκτήσει ήδη πολλές ελευθερίες. Η θέση της δεν είχε καμία σχέση με αυτή της συμβατικής γυναίκας, ήταν πολύ πιο ανεξάρτητη και έβγαινε στην αγορά εργασίας. Η γυναίκα που περιγράφουν τα ρεμπέτικα τραγούδια είναι συνήθως απερίσκεπτη, αχάριστη και συχνά άπιστη, πληγώνοντας τον εραστή της, αλλά είναι πολύ γοητευτική και συναισθηματικά του ασκεί εξουσία και επιρροή.


Οι ρεμπέτες απέρριπταν τον γάμο θεσμός ως μικροαστική συνήθεια και δεν έλεγχαν τη σεξουαλικότητα μέσω του θεσμού αυτού. Παρόλα αυτά, ο ρεμπέτης απαιτεί ερωτική αφοσίωση της γκόμενάς του, και συχνά καταφεύγει στη βία ή σε εγκλήματα πάθους.


Όπως μας πληροφορεί η Αυστραλέζα Γκαίηλ Χολστ, που έγραψε το 1975 το κλασικό Road to Rembetika, το ενδιαφέρον για τα ρεμπέτικα αναζωπυρώνεται στα τέλη του της δεκαετίας του 1960 όπου μουσικολόγοι, κοινωνιολόγοι και λαογράφοι το αντιμετωπίζουν ως φαινόμενο. Σε αυτό έπαιξε λόγο και η δικτατορία. Τα ρεμπέτικα χωρίς να είναι μουσική διαμαρτυρίας έχουν τη δύναμη να μεταδίδουν συναισθήματα.


Από το 1951 επηρέασε αρκετούς Έλληνες σύνθετες όπως τον Θεοδωράκη, τον Χατζιδάκι και τον Ξαρχάκο. Πολλοί παραλλήλισαν τα ρεμπέτικα με τα μπλουζ της Νέας Ορλεάνης και του Χάρλεμ. Γιατί εκφράζουν τα ίδια συναισθήματα περιθωριοποίησης και έχουν κοινή θεματολογία (χασίς, φυλακή, αστυνομία, σεξουαλικότητα).


Σύντομα βιογραφικά για τέσσερις κομβικές τραγουδίστριες του ρεμπέτικου:

Ρόζα Εσκενάζυ, 1895/1897-1980

Εβραϊκής καταγωγής από την Κωνσταντινούπολη, βρέθηκε στις αρχές του 20ου αιώνα στην Θεσσαλονίκη. Ξεκίνησε σαν χορεύτρια, αλλά έγινε η πρώτη τραγουδίστρια της ρεμπέτικης μουσικής.


Έως τα μέσα της δεκαετίας του 1930 είχε ηχογραφήσει σχεδόν 300 τραγούδια. Χρησιμοποίησε την προνομιούχο θέση της για να σώσει αρκετούς Εβραίους.

Στέλλα Χασκήλ, 1918-1954

Επίσης εβραϊκής καταγωγής από τη Θεσσαλονίκη. Ασχολήθηκε από μικρή ηλικία με το τραγούδι. Με την είσοδο των Γερμανών στην Ελλάδα η αδερφή της συνελήφθη και στάλθηκε στο Άουσβιτς.


Κατά τη διάρκεια της Κατοχής εμφανιζόταν στο λαϊκό μαγαζί της οικογένειας των Αυστριακών μουσικών Μπέρμαν στην Ομόνοια, οι οποίοι και την προστάτευαν. Το 1945 παντρεύτηκε τον επιζώντα του Άουσβιτς Ιακώβ (Τζάκο) Ιεχασκέλ.


Μαρίκα Νίνου, (καλλιτεχνικό όνομα της Ευαγγελίας Αταμιάν), 1922-1957

Αρμενικής καταγωγής, γεννήθηκε πάνω στο πλοίο Ευαγγελίστρια που έφερνε τη μητέρα της και τις δύο αδερφές της από τη Σμύρνη.


Το 1944 γνωρίζει τον θιασάρχη και ακροβάτη Νίνο Νικολαΐδη. Στη συνέχεια ασχολήθηκε με το τραγούδι και σχετίστηκε στενά με το Βασίλη Τσιτσάνη.

Σωτηρία Μπέλλου, 1921-1997

Στην Κατοχή είχε αντιστασιακή δράση, ήταν ενεργά κομμουνίστρια, συνελήφθη και βασανίστηκε. Μετεμφυλιακά, γνωρίστηκε και συνεργάστηκε με τον Βασίλη Τσιτσάνη, περίοδο κατά την οποία έγινε πολύ γνωστή και έκανε τις σημαντικότερες δουλειές της.


Συνέχισε την πορεία της παρά τα προβλήματα που αντιμετώπιζε, τόσο εξαιτίας των πολιτικών της πεποιθήσεων, όσο και λόγω των εθισμών της στο αλκοόλ και τον τζόγο. Ήταν ανοιχτά ομοφυλόφιλη, σε μια εποχή που αυτό θεωρείτο αδιανόητο.


Πηγές

Ηλίας Πετρόπουλος, Ρεμπετολογία, Κέδρος , 2013 Στάθης Gauntlett, Ρεμπέτικο τραγούδι, Εκδόσεις του Εικοστού Πρώτου, 2001 Gail Holst, Δρόμος για το ρεμπέτικο, στα ελληνικά Εκδόσεις Ντενίζ Χάρβεϋ, 1975, επανέκδοση 2001


πρόσφατα

ακολουθήστε με 

  • Twitter Social Icon
  • Google+ Social Icon
  • Pinterest Social Icon
  • YouTube Social  Icon
bottom of page